τριφύλλιο

τριφύλλιο
το, Ν
βοτ. γένος ποωδών νομευτικών φυτών τής οικογένειας ψυχανθή με φύλλα σύνθετα από τρία φυλλάρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριφύλλι — Oνομασία πολλών ειδών φυτών (τριφύλλιον το λειμώνιο, τ. το κοινό, τ. το έρπον, τ. το σαρκόχρωμο, τ. το ορεινό, τ. το αλπικό κ.ά.) της οικογένειας (ή υποοικογένειας) των ψυχανθών ή παπιλιονιδών, της τάξης (ή οικογένειας) των χεδρωπών ή… …   Dictionary of Greek

  • τριφύλλι — το κοινή ονομασία των φυτών «τριφύλλιο», «τριγωνίσκος» και «μηδική», που αποτελούν τροφή για χορτοφάγα ζώα. 2. ως κύρ. όν., Τριφύλλι ο αθλητικός σύλλογος «Παναθηναϊκός», που έχει ως σήμα το τριφύλλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”